- ξενύχτι
- τοδιανυχτέρευση, αγρυπνία ως το πρωί: Το ξενύχτι τού κατάστρεψε την υγεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξενύχτι — το η διανυκτέρευση σχεδόν μέχρι το πρωί λόγω εργασίας ή διασκέδασης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματισμός από το ρ. ξενυχτώ (πρβλ. κυνηγώ: κυνήγι)] … Dictionary of Greek
διανυκτέρευση — η (Α διανυκτέρευσις, εως) [διανυκτερεύω] 1. ολονύκτια παραμονή σε ένα μέρος 2. ολονύκτια αγρυπνία, ξενύχτι, νυχτέρι … Dictionary of Greek
διαπαννυχισμός — διαπαννυχισμός, ο (Α) [παννυχισμός] ξενύχτι, αγρύπνια … Dictionary of Greek
κακονύχτι — το άσχημη και γεμάτη ταλαιπωρίες νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακονυχτώ, με υποχωρητ. σχηματισμό (πρβλ. ξενύχτι < ξενυχτώ)] … Dictionary of Greek
νυκτέρευμα — και νυκτέρεμα, το (ΑΜ νυκτέρευμα) [νυκτερεύω] νεοελλ. μσν. αγρυπνία καθ όλη τη διάρκεια τής νύχτας, νυχτέρι, ξενύχτι, διανυκτέρευση αρχ. τόπος νυχτερινού σταβλισμού ζώων, νυχτερινό κατάλυμα ζώων … Dictionary of Greek
ξενυχτάδικο — το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξενύχτι + κατάλ. άδικο (πρβλ. ουζ άδικο)] … Dictionary of Greek
ξενύχτης — ο, θηλ. ξενύχτισσα αυτός που μένει άγρυπνος τη νύχτα εργαζόμενος ή διασκεδάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξενύχτι + κατάλ. ης] … Dictionary of Greek
ξενύχτισμα — το [ξενυχτίζω] διανυκτέρευση, ξενύχτι … Dictionary of Greek
συνηθίζω — ΝΜA κάνω κάτι από συνήθεια, εθίζω τον εαυτό μου σε κάτι νεοελλ. 1. προσαρμόζομαι σε μια κατάσταση, εξοικειώνομαι («από μικρός συνήθισε το πρωϊνό ξύπνημα») 2. αποκτώ εμπειρία ή δεξιότητα σε κάτι («συνήθισε πια στο σκάψιμο») 3. αποκτώ ορισμένη… … Dictionary of Greek
έξυπνος — η, ο επίρρ. α και ξυπνός, ή, ό και ξύπνιος, ια, ιο επίρρ. ια 1. που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, που δεν κοιμάται, ξυπνητός: Ύστερ από το ξενύχτι, παραδέρνω έξυπνος ακόμα (Κ. Παλαμάς). – Έξυπνος κι ονειρεύεται (Α. Βαλαωρίτης). 2. μτφ., ευφυής, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)